- τοπούζι
- το(λ. τουρκ.)1. ρόπαλο που καταλήγει σε σφαιρωτό άκρο: Πολεμούσαν με τοπούζια.2. πόμολο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τοπούζι — το, Ν 1. ρόπαλο με σφαιρωτό άκρο 2. σφαίρωμα («καντάρι με δύο τοπούζια» ζυγαριά με δύο στρογγυλά βαρίδια). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. topuz] … Dictionary of Greek
topuz — TOPÚZ, topuzuri, s.n. Buzdugan cu capul îmbrăcat în argint şi bătut cu nestemate, care, împreună cu sabia, tuiul şi calul împărătesc, constituia simbolul învestiturii domneşti conferite de sultan. ♢ loc. adv. (pop.) Cu topuzul = cu sila, cu… … Dicționar Român